προκόμιον

προκόμιον
τὸ, Α
1. η τούφα από τη χαίτη τού αλόγου που πέφτει στο μέτωπο
2. (σχετικά με πρόσ.) το τσουλούφι, η φούντα
3. ψεύτικα μαλλιά που συνήθιζαν να φορούν οι Περσίδες και οι Ελληνίδες γυναίκες στο μέτωπο, φενάκη, περούκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κόμιον, υποκορ. τού κόμη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προκόμιον — forelock neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκομίων — προκόμιον forelock neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκόμια — προκόμιον forelock neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκομία — ἡ, Α το προκόμιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προκόμιον, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • πρόκοττα — και προκόττα, ἡ, Α (δωρ. τ.) το προκόμιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοττίς «κεφαλή», κατά τα θηλ. σε α] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”